αντικειμενικός (φακός)

αντικειμενικός (φακός)
Συγκλίνον οπτικό σύστημα, που αποτελείται από έναν ή περισσότερους φακούς ή κάτοπτρα, ικανό να παρέχει πραγματικά είδωλα των αντικειμένων που παρατηρούνται μέσα από αυτό. Ο α. είναι ένα ειδικό ομοαξονικό οπτικό σύστημα· οι ιδιότητες και η απόδοσή του εξαρτώνται γενικά από την επεξεργασία κατά την κατασκευή του, η οποία μπορεί να είναι μικρότερη ή μεγαλύτερη, ανάλογα με τον βαθμό κατά τον οποίο επιδιώκεται να εξουδετερωθούν οι εκτροπές που εμφανίζουν συνήθως οι φακοί και οι ατέλειες του υλικού κατασκευής. Το σχετικό άνοιγμα ενός α. είναι o λόγος της διαμέτρου του προς την εστιακή του απόσταση. Η γωνία πεδίου είναι η μέγιστη γωνία μέσα στην οποία ο α. παρέχει, για όλα τα αντικείμενα που φαίνονται μέσα σε αυτήν, είδωλα όπου οι εκτροπές δεν υπερβαίνουν ένα προκαθορισμένο όριο. Συντελεστής διαφάνειας του α. είναι ο λόγος φωτεινής ροής που περνά μέσα από αυτόν προς την προσπίπτουσα. Ένας α. χαρακτηρίζεται ακόμα από τη γραμμική και γωνιακή του μεγέθυνση καθώς και από την ισχύ του. Ανάλογα με τα οπτικά τους χαρακτηριστικά οι α. έχουν πολλά και ποικίλα ονόματα (μικρής και μεγάλης εστιακής απόστασης, αχρωματικοί, απλανητικοί, αστιγματικοί τηλεφακοί κ.ά.). Ο α. χρησιμοποιείται ευρύτατα τόσο στις φωτογραφικές και κινηματογραφικές μηχανές -στην περίπτωση αυτή τα είδωλα σχηματίζονται πάνω σε φωτοπαθή χημική ουσία– όσο και στις μηχανές προβολής –όπου τα είδωλα σχηματίζονται με ειδική οθόνη– και τέλος στα οπτικά όργανα (μικροσκόπιο, διόπτρα), όπου σε συνδυασμό α. και προσοφθάλμιου επιτυγχάνεται η απευθείας παρατήρηση της εικόνας. Οι α. με κάτοπτρα χρησιμοποιούνται συνήθως στα αστρονομικά ανακλαστικά τηλεσκόπια. 1. Διοπτρικός αντικειμενικός με τρεις φακούς για μικροσκόπιο. 2. Κατοπτρικός αντικειμενικός για μικροσκόπιο: α) αντικείμενο, β) συγκλίνον κάτοπτρο, γ) αποκλίνον κάτοπτρο. 3. Αχρωματικός αντικειμενικός για τηλεσκόπιο. 4. Διάφοροι τύποι αντικειμενικών για φωτογραφικές μηχανές: α) Zeiss Protar, β) Zeiss Tessar, γ) Zeiss Sonnar, δ) Watson Zoom μεταβλητής εστίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • αντικειμενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αντικείμενο: Η αντικειμενική πραγματικότητα υπάρχει ανεξάρτητα από μας. 2. αμερόληπτος: Τον ξέρω καλά, είναι άνθρωπος αντικειμενικός. 3. εκείνος στον οποίο κατευθύνεται κανείς: Ο αντικειμενικός… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • ανακλαστήρας — Γενικά, είναι ένα σύστημα κατάλληλο να συγκεντρώνει και να κατευθύνει ακτινοβολούσα ενέργεια. Στην οπτική χαρακτηρίζεται α. το σύστημα των κατόπτρων ή των ανακλαστικών επιφανειών (κατοπτρικοί α.), το οποίο επιτρέπει την παραγωγή ειδώλων φωτεινών… …   Dictionary of Greek

  • καταδυτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κατάδυση 2. φρ. α) φυσ. «καταδυτικός φακός» ο αντικειμενικός φακός τού μικροσκοπίου β) ναυτ. «καταδυτικό μηχάνημα» αυτόνομη ή μη συσκευή που επιτρέπει την κατάδυση και παραμονή τού ανθρώπου μέσα στο νερό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… …   Dictionary of Greek

  • τηλεφακός — ο, Ν (φωτογρ.) σύνθετος αντικειμενικός φακός μεγάλης εστιακής απόστασης, χρησιμοποιούμενος σε φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές και τηλεοπτικούς εικονολήπτες για τη μεγεθυσμένη φωτογράφιση απομακρυσμένων αντικειμένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • ανατύπωση — Η λήψη φωτογραφιών, εικόνων, σχεδίων, ξυλογραφιών κλπ. Γίνεται σε ειδικούς θαλάμους με διπλό άνοιγμα, εφοδιασμένους με θαμπό γυαλί. Ο αντικειμενικός φακός πρέπει επίσης να είναι διπλός. Το επίπεδο του θαμπού γυαλιού και αυτό της εικόνας πρέπει να …   Dictionary of Greek

  • διάστημα — Ο ενδιάμεσος χώρος ή χρόνος· χρονική ή τοπική απόσταση. Ο όρος αναφέρεται, επίσης, στον αχανή χώρο που εκτείνεται πέρα από την ατμόσφαιρα της Γης, στον οποίο κινούνται τα ουράνια σώματα. (Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις ανθρώπινες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”